παιδεία

παιδεία
-ας + N 1 1-0-16-35-58=110 Dt 11,2; Is 26,16; 50,4.5(4); 53,5
teaching, discipline, instruction, cor-rection Dt 11,2; mental culture, learning (result of teaching) Sir prol.,29; educ-ation, training Wis 2,12; chastisement Prv 22,15
*Ps 2,12 παιδείας correction corr. παιδός lad for MT בר (Aram.) son; *Ez 13,9 ἐν παιδείᾳ in chastisement-יסר for MT סוד/ב in secret, see also Am 3,7; *Hab 1,12 παιδείαν αὐτοῦ his chastise-ment-
יסר for MT יסדתו you have established him; *Ps 17(18),36 καὶ ἡ παιδεία σου and your chastisement
-ְתָכ<נּוֲַעְ for MT וְַענְוְַתָך your gentleness, cpr. 2 Sm 22,36
Cf. DOGNIEZ 1992, 186; LARCHER 1983 175.243.281; PRIJS 1948, XVI(Ps 2,12).64(Is 50,4); →MM; NIDNTT; TWNT

Lust (λαγνεία). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • παιδεία — παιδείᾱ , παιδεία rearing of a child fem nom/voc/acc dual παιδείᾱ , παιδεία rearing of a child fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παιδείᾳ — παιδείᾱͅ , παιδεία rearing of a child fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Παιδεία —         (paideia) (греч.) воспитание; культура. Философский энциклопедический словарь. М.: Советская энциклопедия. Гл. редакция: Л. Ф. Ильичёв, П. Н. Федосеев, С. М. Ковалёв, В. Г. Панов. 1983 …   Философская энциклопедия

  • παιδεία — Δραστηριότητα η οποία αποσκοπεί στο να μεταδώσει, με τη διδασκαλία, κατά τρόπο οργανικό κατά κανόνα, σειρά θεωρητικών ή πρακτικών γνώσεων. (Γενικότερα ο όρος παιδεία σημαίνει επίσης τη μόρφωση και κάποτε και την καλλιέργεια). Ανάλογα με εκείνον… …   Dictionary of Greek

  • παιδεία — η η εκπαίδευση, η μόρφωση: Η παιδεία συντελεί όσο τίποτε άλλο στην πρόοδο των λαών …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παιδεῖα — παίδειος of neut nom/voc/acc pl παιδεῖος of neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παίδεια — παίδειος of neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Παιδεία τῶν ἐν ἡμῖν μόνον ἐστὶν ἀθάνατον. — См. Ученье свет, а неученье тьма …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • παιδείας — παιδείᾱς , παιδεία rearing of a child fem acc pl παιδείᾱς , παιδεία rearing of a child fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παιδείαι — παιδείᾱͅ , παιδεία rearing of a child fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παιδείαν — παιδείᾱν , παιδεία rearing of a child fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”